νεπωτισμός

νεπωτισμός
και νεποτισμός, ο
1. τάση παπών τής Αναγέννησης να προωθούν συγ.-γενικά τους πρόσωπα στο κολλέγιο τών καρδιναλίων και σε καίριες θέσεις τής παπικής αυλής
2. (σήμερα) η εύνοια που δείχνουν ορισμένοι πολιτικοί άνδρες ή δημόσιοι λειτουργοί προς συγγενείς και φίλους και η οποία εκδηλώνεται με παραχωρήσεις θέσεων και αξιωμάτων χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν αξιολογικά κριτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nepōtismo < ιταλ. nipote, nepote «ανιψιός» < λατ. nepōs, -ōtis «ανιψιός, απόγονος» + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεποτισμός — Όρος ο οποίος αρχικά υποδηλωνε την τάση των Ρωμαίων ποντιφήκων, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης, να παραχωρούν εύνοιες στους συγγενείς τους και ιδίως στους ανιψιούς τους (λατινικά nepos=ανιψιός). Αυτό γινόταν ήδη από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”